- εκφυώς
- ἐκφυῶς (Α)επίρρ. έξοχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφυῶς — ἐκφυής abnormally developed adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφυής — ἐκφυής, ές (Α) Ι. 1. αυτός που προεξέχει 2. ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος 3. θαυμαστός, υπέροχος, διαπρεπής II. επίρρ. εκφυώς έξοχα, θαυμαστά, υπέροχα … Dictionary of Greek